μουναρχώ

μουναρχώ
μουναρχῶ, -έω (Α)
ιων. τ. βλ. μοναρχώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοναρχώ — (ΑΜ μοναρχῶ, Α ιων. τ. μουναρχῶ, έω) [μόναρχος] ασκώ την εξουσία τού μονάρχη («ὃς ἂν τυραννικώτατος φύσει ὢν μοναρχήσῃ», Πλάτ.) αρχ. 1. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι σε κάτι 2. (στην Κω) κατέχω το αξίωμα τού μονάρχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”